- σκιαμάχος
- σκῐᾱμᾰχ-ος (parox.), ὁ,A one who fights against a shadow, opp. ἀγωνιστής, Ph.1.199.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκιαμάχος — ον, Α αυτός που μάχεται με σκιές, με κάτι το ανύπαρκτο και φανταστικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + μάχος (< μάχομαι)] … Dictionary of Greek
σκιαμάχων — σκιάμαχος one who fights against a shadow masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek